Γεφύρι Του Μανώλη

Γεφύρι Του Μανώλη

Πέτρινο μονότοξο γεφύρι το οποίο γεφύρωνε τον Αγραφιώτη ποταμό. Πλέον το γεφύρι τους περισσότερους μήνες του χρόνου βρίσκεται κάτω απο τα νερά της λίμνης των Κρεμαστών και μόνο λίγες μέρες του χρόνου έρχεται στην επιφάνεια για να μπορέσει να το θαυμάσει κάποιος! Το γεφύρι χτίστηκε το 1659 και πήρε το ονομά του μάλλον απο τον Ηπειρώτη πρωτομάστορα Μανώλη Χρυσιώτη ο οποίος είχε εγκατασταθεί με την γυναίκα του Παρασκευή στο χωριό Δάφνη (Κουφάλα).

Οδηγίες Πρόσβασης: 
Ακολουθώντας το δρόμο απο γέφυρα Τατάρνας για Καρπενήσι κάποια στιγμή θα φτάσουμε στον οικισμό Φτερόλακα. Μόλις φτάσουμε στη Φτερόλακα θα συναντήσουμε πινακίδα που μας οδηγεί στο γεφύρι του Μανώλη.
Νομός: 
ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ
Κοινότητα: 
Φτερόλακα
Ποταμός: 
ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ
Συντεταγμένες: 
N 38° 58΄43,1΄΄ `E 021° 33΄42,0΄΄
Υψόμετρο: 
270 μ.
Παρακείμενα Κτίσματα: 
Πεσμένο πέτρινο γεφύρι
Χρονολογία: 
1659
Κτίστες: 
Μανώλης Χρυσιώτης απο χωριό Δάφνη (Κουφάλα)
Μορφή: 
Μονότοξο (παλιότερα είχε και βοηθητικό τόξο)
Άνοιγμα Τόξου: 
20,00 μ.
Ύψος Τόξου: 
14,70 (13,90 + 0,80) μ.
Μήκος Καταστρώματος: 
54,00 μ.
Πλάτος Καταστρώματος: 
2,50 μ.
Κατάσταση: 
Μισογκρεμισμένο
Επιγραφή: 
"ΕΚΤΙΣΘΗ ΤΟ 1659, ΟΙ ΚΤΗΤΟΡΕΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΝΩΛΗΣ"
Στοιχεία: 
Σύμφωνα με την παράδοση το γεφύρι πήρε το όνομα του από τον Ηπειρώτη χτίστη Μανώλη Χρυσιώτη ο οποίος είχε εγκατασταθεί στο χωριό Δάφνη (Κουφάλα) όπου ζούσε με την γυναίκα του την Παρασκευή. Το ζευγάρι δεν μπορούσε να αποκτήσει απογόνους, γι’ αυτό το λόγο τρία μεγάλα έργα του παραλληλίζονται ως παιδιά του, ως αγόρι το γεφύρι και ως κόρες του οι εκκλησίες της Αγ. Παρασκευής στη Χρύσω και της Αγ. Παρασκευή στα Βραγγιανά. Ώ­σπου να τελειώσει το χτίσιμο του, οι χτίστες έφαγαν, λένε, χί­λιες γίδες σιούτες κι άλλες τόσες με κέρατα! Ένας άλλος θρύλος για το γεφύρι μας λέει πως κι εδώ έχουμε στέριωμα με ανθροποθυσία. Σύμφωνα με αυτόν ο πρωτομαστωρας Μανώλης αναλαμβάνει να χτίσει το γεφύρι για λογαριασμό του βασιλιά του Αγγελοκάστρου, το γεφύρι όμως δεν στεριώνει και ο πρωτομάστορας κινδυνέυει να θανατωθεί. Η βασιλοπούλα όμως που είναι ερωτευμένη με τον πρωτομάστορα (όπως και αυτός με την βασιλοπούλα) θα πέσει μέσα στα βαθιά νερά του ποταμόυ και έτσι το γεφύρι θα στεριώσει. Στο τέλος όμως ο Μανώλης απελπισμένος από τον χαμό της καλής του θα πέσει κι αυτός μέσα στα νερά του ποταμού και θα πνιγεί. Ας δούμε όμως πως ο Κώστας Κρυστάλλης μας παρουσιάζει αυτόν το θρύλο στο ποιημά του: ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ Του Αγγελοκάστρου ο Βασιλιάς διαλάλησε μια 'μέρα: Ποιος ημπορεί την λίμνη μου να σπείρη πέρα ως πέρα, Και ποιος 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήση; 'Σ το ρέμμα του Ασπροπόταμου ποιος ημπορεί να στήση 'Σ το χρόνο απάνω πέτρινο γεφύρι; Ας έρθη ομπρός μου Διαμάντια, ασήμι, μάλαμα, κι' όλο το βιο του κόσμου Να του χαρίσω αμέτρητο. Δεν άνοιξ' ένα στόμα, Κι' ουδ' ένας δεν ωμίλησε. Ώρες περνούν ακόμα, Κι' από τα πλήθη ωμορφονιός σαν σταυραητός πετιέται Κι' έρχεται ομπρός 'ς τον Βασιλιά και τέτοια απολογιέται: — Την λίμνη σου αν δεν ημπορώ να σπείρω, να θερίσω, Ούτε 'ς τα σύγνεφα ψηλά κοπάδια να βοσκήσω, Όμως γεφύρι πέτρινο μπορώ να θεμελιώσω 'Στό ρέμμα του Ασπροπόταμου 'ςτόν χρόνο απάνω. Ως τόσο Διαμάντια, ασήμι μάλαμα κι' όλο το βιο του κόσμου Δε σου γυρεύω χάρισμα. Γυναίκα αν θέλης δος μου Την κόρη σου. Είχε ο Βασιλιάς του γάμον του βλαστάρι Μιαν θυγατέρα μοναχή, της χώρας του καμάρι, Κι' από καιρόν ο ωμορφονιός την κόρη του αγαπούσε, Κρυφά τον ωνειρεύονταν κι' αυτή και τον ποθούσε. Όμως δεν ήτον βολετό του θρόνου αυτή βλαστάρι Άντρα τον πρωτομάστορα των γεφυριών να πάρη. Δίνει το λόγο ο Βασιλιάς. — Λεβέντη, τόνομά σου; — Με λεν Μανόλη, Βασιλιά, — Όμως καλά στοχάσου· Ο χρόνος αν παραδιαβή και δεν το θεμελιώσης, Με τώμορφο κεφάλι σου το τάμμα θα πλερώσης. Αρχίζει σύνταχα η δουλειά. Σαν γίγαντοι πιθώνουν Πέτρα σε πέτρα οι μάστοροι, και χτίζουν κι' ασβεστώνουν. Όμως πάρα πολύ ψηλοί οι βράχοι εκεί υψωνόταν, Το ρέμμα του Ασπροπόταμου ήτον πολύ βαθύ, Κ' ούτε θεμέλιο μπόρειε εκεί ποτέ να στεριωθή, Ό,τ' έχτιζαν ολημερής την νύχτα εκρεμνιζόταν, Θλίβετ' ο νιος. Η αγάπη του κρυφά τον συντυχαίνει. — Χωρίς ελπίδα, αφώτιστοι, θολοί, σκοτεινιασμένοι Πέρασαν χρόνοι ολόβολοι, και τώρα που σιμόνει Να φέξη η αυγή μας η γλυκειά, κι' η πίκρες μας, οι πόνοι Να σβύσουν σαν τη καταχνιά, βογγάς, καλέ μου, ακόμα; — Καϋμένη, δεν με κλαις και συ! του γάμου μας το στρώμα Τάχα σαν πού ονειρεύεσαι;... Είν' τα βουνά ψηλά, Το ρέμμα του Άσπρου είνε βαθύ, κι' ολόγοργο κυλά Κι' ούτε θεμέλιο στέριωσαν ως σήμερα οι μαστόροι. Ό,τι την μέρα χτίζεται χαλά την νύχτα, κόρη. Κι' αν μέσ' 'ς το χρόνο δεν στηθή ακέρηο το γεφύρι, Πάρε μου το κεφάλι εσύ, και σύρ' το εσύ του κύρη Να πλερωθή το τάμμα του. Κ' έκλαιε το παλληκάρι Έκλαιε σιμά κ' η αγάπη του. Μιαν νύχτα με φεγγάρι, Τ' αστέρι του μεσονυχτιού το λαμπερό όταν σκάζη, Το πατρικό το κάστρο της η κόρη το απαριάζει Και πάει 'ς τον Ασπροπόταμο. Κάθεται μέσ' 'ς την άκρη, Και τ' αφρισμένα του νερά τα ραίνει με το δάκρυ. Νεράιδες απ' τα κύματα πηδούν χεροπιασμένες Και σταίνουν τους πλεκτούς χορούς. Η οχθιές καμαρωμένες Εντιλαλούνε τους αχούς. 'Σ τ' Άγραφα ασπρογαλιάζει Η χαραυγούλα. Ο Αυγερινός, λαμπρός λαμπρός, σταλάζει 'Σ το μέτωπό της τώμορφο αχτίδες διαμαντένιες. Τ' άλλα τ' στέρια αχνίζουνε. Γελούνε σμαραγδένιες Γύρω η κορφές. Η ξωτικές λυούν τους πλεκτούς χορούς των Και χάνονται 'ς τα ρέμματα, κι' οπίσω τους αχούς των Ακόμ' αντιλαλούν η οχθιές. Απ' όλες μια μονάχη Είδε την κόρη οπώκλαιγε και την ρωτάει τι νάχη. Τον μυστικό τον πόνο της η κόρη φανερώνει. — Βασιλοπούλα, άδικα κλαις· γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεται 'ς τον Άσπρο, μα τα μάτια μας, Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας. Είπε κ' εχάθηκε κι αυτή 'ς του ποταμού το κύμα, Το κύμα οπώγειν' ύστερα Βασιλοπούλας μνήμα. Έδοσε ο ήλιος. Πελεκούν οι μάστοροι και χτίζουν, Στεριώνουν τα θεμέλια τους κι' απ' τότε δε βουλίζουν Στο ρέμμα, ουδέ ξεσέρνονται· κι' απ' τότε κάθε βράδυ, 'Σάν πέρναε το μεσάνυχτα κ' έσφιγγε το σκοτάδι, Άκουε ο πρωτομάστορας τραγούδι γνώριμό του Να βγαίνη απ' τα βαθιά νερά, άκουε κι' απ' τον καϋμό του Ξυπνός στην ακροποταμιά ολονυχτής γυρνούσε. Το μυστικό του τραγουδιού να μάθη δε μπορούσε, — Και το γεφύρι στένεται κι' αυτός το καμαρώνει — Ως π' άκουσε η Ξωθιές να λεν: «Γεφύρι δεν στεριώνει. Ούτε θεμέλιο σταίνεται 'ς τον Άσπρο, μα τα μάτια μας. Κόρη αν δεν έρθη απάρθενη σκλάβα μέσ' 'ς τα παλάτια μας, Κι' ως που μαθεύτηκε ο χαμός της κόρης πέρα ως πέρα. Μήνες περνούνε. Η ύστερη του χρόνου φτάνει μέρα, Κι' όσο να πάρη ο ίσκιος της κι' ο ήλιος της να γείρη, Θεμελιωμένο επρόβαλε κι' ακέριο το γεφύρι. 'Σ τον πικραμένον Βασιλιά, που μέρα νύχτα κλαίει Της μοναχής του τον χαμό, έρχεται ο νιος και λέει: — Τώστησα το γεφύρι μου, ψυλό και στοιχειωμένο, Και τώμορφο κεφάλι μου δε θα το ιδής κομμένο. Διαμάντια, ασήμι μάλαμα και βιο δε σου ζητούσα, Τάμμα την κόρη σου ήθελα οπού την αγαπούσα. Και τώρα που το στέριωσα, θα πάω να την ευρώ. Και πάει και ρίχνεται κι' αυτός μέσ' 'ς τ' Άσπρου το νερό. Ένας τρίτος θρύλος μας λέει πως ήταν κάποιος Μανώλης πεντάφτωχος. Είχε γυναίκα και ένα παιδί. Πήγε στο δάσος για να κόψει ξύλα, να στήσει την καλύβα του. Ήταν πλάι το μέρος. Τα ξύλα τα κυλούσε και έφταναν στο ποτάμι κάτω. Μια γριντιά (δοκός ξύλινος), καθώς κυλούσε βρήκε κάτι, πιάστηκε και δεν έφτασε κει που πήγαιναν τ’ άλλα. Ο Μανώλης κατέβηκε σιγά - σιγά το βράχο για να την ξεπιάσει. Κοίταξε το τσαρπόλι (διχάλα) από την γριντιά· ήταν γραδωμένο στο αρβάλι από ένα καζάνι. Ξεγράδωσε το ξύλο και πάει τον κατήφορο. Σκάβει, τι να δει. Το καζάνι ήταν γεμάτο φλουριά. Τα πήρε, πάει. Σκέφτηκε τι καλό να κάμει σ’ αυτόν τον τόπο. Τι άλλο παρά ένα γεφύρι, να περνάει ο κόσμος να μην πνίγεται, είπε, και να σχωράει και το Μανώλη. Καλεί μαστόρους και κάνει συμφωνία. Τόσα, τόσα... Άρχισαν να κόβουν θεμέλια αλλά δίχως όρεξη για δουλειά. Έβλεπαν το Μανώλη έτσι κακομοίρη, κι έλεγαν, πού θάβρει αυτός τόσα χρήματα για να μας πλερώσει. Είδε πως δεν τον βασίζονται, πάει στην καλύβα του και φέρνει ένα σακούλι φλουριά. Παίρνει ένα φτυάρι, ρίχνει από τρεις φτυαριές φλωριά στην κάθε άκρη απ’ το ποτάμι και μια στη μέση. Φτάνει, φτάνει Μανώλη όχι άλλα φλουριά! Έχτιζαν, έπεφτε το γεφύρι. Ο Μανώλης λέει: Μην παιδεύεσαι άδικα πρωτομάστορα. Αν δεν θεμελιώσεις τη γυναίκα σου, γεφύρι δεν στεριώνει. Σου λέω, όμως, πως αν δεν το κάμεις, θα χάσεις τα πάντα και τελευταία θα πας και φυλακή, που δε θα βγεις στο λόγο σου. Μπήκε στα στενά ο πρωτομάστορας, τι να κάμει. Έστειλε, έφερε τη γυναίκα του και την έχτισε στον αρμό. Το 1807 η γέφυρα αποτέλεσε πεδίο μάχης μεταξύ των κλεφταρματολών του Κατσαντώνη και των Τουρκαλβανών του Άγου Μουχουρτάρη. Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν 80 Τουρκαλβανοί και 10 Έλληνες, ανάμεσά τους και ο Βασίλης Δίπλας, νονός του Κατσαντώνη, στα 75 του χρόνια. Και φυσικά υπάρχει και το ανάλογο τραγούδι: Στ’ Αγραφιώτη το ποτάμι, στ’ Άγραφα ψηλά μήτε πέρασμα δεν είναι, μήτε φαίνεται, όμως πέτρινο γιοφύρι -χρόνια πάν πολλά- θεμελιώνεται μια μέρα, καλοσταίνεται. -Ποιος, γιοφύρι, να σε χτίζει, ποιου να ‘ναι βουλή; -Μένα χτίζει με ο Μανώλης, να ‘χει ξάκουσμα. Πρωτομάστορα ο Μανώλης φέρνει και καλεί, μαστοράδες φέρνει ακόμα που ‘χουν άκουσμα. -Πολλοί οι χρόνοι σου, Μανώλη, λεν' περαστικοί, κι οι ευχές για σε ας μην έχουν διόλου τέλειωμα. Ρίχνει ο μάστορας ο πρώτος μέγα λίθο εκεί, χούφτες τα φλουριά ο Μανώλης στο θεμέλιωμα. Άλλοι πέτρες κουβαλάνε, κι είν’ αυτές θεριές, άλλοι είναι στη λάσπη κι άλλοι στα λακκώματα και στου ποταμιού τους όχτους και στις δυο μεριές με τρανά αγκωνάρια κάνουν θεμελιώματα. Αντηχάνε γύρα οι ράχες από τα σφυριά, αντηχάν και τα τραγούδια ως τα πέρατα και με γίδες σιούτες κάνει γιόμα η μαστοριά και δειπνάει με γίδες πάλι πού ‘χουν κέρατα! Ώρες πάνε, μέρες πάνε, μέρες τι πολλές, και καμάρα σταίνουν πάνω στο διασκέλωμα, που τοξόβεργα την παίρνεις, που ζυγό τη λες και θαρρείς πως είναι ακόμα πετροσέλωμα. Κάτου σκούζει ο Αγραφιώτης, κάτου χαλασμός, το ποτάμι κατεβάζει κι όλο ρυάζεται μα ζεμένος με γιοφύρι τώρα ο ποταμός είναι στράτα στο διαβάτη που δε σκιάζεται. Σα μελίσσι απ’ τις καλύβες κι απ’ τα σπιτικά με ποδάρι εδώθε ο κόσμος τρέχει αλλιώτικο και διαβάζει εκεί ο Δεσπότης λόγια αγιοτικά και ραντίζει το γιοφύρι τ’ Αγραφιώτικο. -Να ‘ναι στέριο το γιοφύρι, σα βουνό γερό! -Και να ζας κι εσύ, Μανώλη, που το κότησες. Στα πλατάνια, πλάι στους όχτους, τόπο έχει σκιερό κι εκεί στρώνοντ’ οι Αγραφιώτες κι οι Αγραφιώτισσες. Τρώνε τα ψημένα κριάρια και ρουφάν κρασί και στη χλόη χορό κυκλώνουν τετρακάγκελο, τόση ‘ναι γλυκιά η τσαμπούνα, τόσο ‘ναι χρυσή όπου αυλός μοιάζει η φωνή της λες απ’ Άγγελο. Στην πετρένια του την πλάτη, που ‘ναι σα στεριά, πάνε κι έρχονται χωριάτες, χωριατόπουλα, ροβολάει ο Κατσαντώνης με την κλεφτουριά και διαβαίνουν και τα δόλια τα κλεφτόπουλα. Καραούλι είν’ η κορφή του, ξάγναντο τρανό, είναι κούλια και μεντένι, πετροτάμπουρο, δω το κλέφτικο καβούλι πάει συχνό-συχνό, δω βροντά βουερό τουφέκι, σειέται φλάμπουρο. Διαπερνάν κοπάδια ακόμα με τους μπιστικούς, ζευχολάτες δρασκελάνε με τα πράματα και τον ταχυδρόμο βλέπεις κι όλο τον ακούς ν’ αραδίζει το γιοφύρι με τα γράμματα. Πάνε οι νιες τα ζα στο μύλο, πού ‘ναι εκεί αντικρύ, μ’ άλεσμα στις πλεύρες κι άλλο πανωσάμαρα, γάμος σέρνει νά ‘βγει πέρα, ψίκι έχει μακρύ και γιομίζει η γεφυρένια πετροκόμαρα. Το ‘χουν σύρμα τα πλατόνια, διάβα τα καπριά, πέρασμα οι λαγοί κι οι λύκοι μονοπάτι τους και τα πετροχελιδόνια, σαν πυκνή σμαριά, βρίσκουν κούρνια εδώ στους λίθους τους απάτητους. Και το σούρπο ως να βραδιάσει, το πρωί νωρίς με το μύριο σφύριγμα τους το τραχύλαλο πως το γέροντα Μανώλη τραγουδάν θαρρείς κι οι πλαγιές το ματαλένε μ’ ώριο αντίλαλο. Τέλος αρκετοί περιηγητές αναφέρουν το γεφύρι στα κείμενά τους. Ο χρονογράφος Στέφανος Γρανίτσας στην ιστορία της αγριόγατας -από «Τα Άγρια και τα Ήμερα του Βουνού και του Λόγγου» γράφει για το Γεφύρι του Μανώλη: «Όλο το κάτω μέρος του τόξου του πολυμυθικού “Γεφυριού του Μανώλη” είναι κατάκτιστον από φωλιές πετροχελιδονιών. Εις το άκρον του γεφυριού υπάρχει ένα χάνι, όπου θ’ ακούσει χιλιόρρυθμον την παράδοσιν του στοιχειωμένου γεφυριού. Είχα κοιμηθεί εκεί προπέρυσι, αφού επί ώρας ήκουσα την παράδοση της εύμορφης πρωτομαστόρισσας, η οποία ξυπνά την νύκτα “με τη ρόκα της, όπως της επήραν το ήσκιο” και φωνάζει για τον άνδρα της. Κατά τα μεσάνυχτα η ως τάφος σιωπηλή ρεματιά εγέμισεν από μίαν χιλιόστομον ακατάληπτον κραυγήν. Δεν είναι η πρωτομαστόρισσα... μου είπεν ο Χατζής. Είναι η αγριόγατα. Έρχεται για τα πετροχελίδονα... Ο Χατζής μου περιέγραψε ζωγραφικότατα το πλάσμα αυτό της αγριότητος. Δύο ημερών να είναι τα παιδιά της, μου είπεν, ενώ ακόμη θεόστραβα, σηκώνουν τις τρίχες των άμα νοιώσουν άνθρωπο γύρω των και λες πως θα πηδήσουν επάνω σου· ο Θεός να σε φυλάει. Ο σιωπηλός λόγγος στοιχειώνει τον Φεβρουάριον από τον ερωτικόν σάλαγο των αγριογατών. Δίχως άλλο η νεραϊδολογική λαϊκή μυθολογία οφείλεται εις τους έρωτάς των, οι οποίοι γεμίζουν τα σπήλαια, τα δένδρα και τα ρέματα με κραυγάς, εις το άκουσμα των οποίων είναι αδύνατον να μη σας έλθει ο νους εις διαβόλους και νεράιδες. Μετά τας διαφόρους αυτάς διηγήσεις του Χατζή, τον συνεβούλευσα να τουφεκίζει άμα ακούει τα πετροχελίδονα να σκούζουν. Αλλά ο μπάρμπα Κολλιός την εποχή εκείνην δεν ήτο εις ευχαριστοτέραν θέσιν των πετροχελιδονιών. Είχε τρία κορίτσια εύμορφα και εκατό φυγοδίκους επιμένοντας διά της κουμπούρας να γίνουν γαμβροί του. Ήτο λοιπόν πάνοπλος αυτός και τα κορίτσια του, τα οποία είχε εφοδιάσει με διάφορα μαχαίρια, όπως, μη “υφίστατο δικαιολογία περί βίας”, καθώς έλεγεν. Άμα ήκουσα αυτά τα πράγματα, διέκοψα το κήρυγμα της ζωοφιλίας, διότι θα ωμοίαζα με εκείνον, ο οποίος επήγαινε ν’ ανάψη το τσιμπούκι του από τα καιόμενα γένια του γείτονός του”.
Βιβλιογραφικές και Γραπτές Πηγές: 
α) Σπύρος Μαντάς, Τα Ηπειρώτικα Γεφύρια, εκδ. Λαϊκό Πολύπτυχο, Αθήνα 1984, σ. 52 - 54 και 40 - 41 β) Δημήτρης Λουκοπούλος “Στ’ Άγραφα ένα Ταξείδι” 1930 γ) Στέφανος Γρανίτσας «Τα Άγρια και τα Ήμερα του Βουνού και του Λόγγου», εκδ. Πελεκάνος , 2011 δ) http://gefyria.blogspot.gr (Νίκος Αντωνόπουλος) ε) http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr στ)http://www.sylog-fragista.gr ζ) http://www.info-karpenisi.gr η) http://www.agrafiotis.gr
Προφορικές Μαρτυρίες: 
Ηλίας Τσέλος
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
Γεφύρι Του Μανώλη
www.okoursaros.com